- ἀκρόζεστος
- ἀκρό-ζεστος, ον, ([etym.] ζέω)A boiled or heated slightly, Dsc.2.120.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ακρόζεστος — ἀκρόζεστος, ον (Α) αυτός που έχει βράσει ή ζεσταθεί λίγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (ΙΙ) + ζεστός] … Dictionary of Greek
ἀκρόζεστος — boiled masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκροζέστους — ἀκρόζεστος boiled masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)